Φωτογραφίες και κείμενο: Αννα Μπάρρυ
Κάθομαι από κάτω από τη μεγάλη ελιά μου στη Κληματιά Κέρκυρας, ταξιδέυει το μάτι μου μακριά, πέρα απ’το χωριό, την παραλία, τη θάλασσα…και σταματάει σ’ένα βράχο απέναντι—
“Ποιό νησάκι θα είναι αυτό,“ αναρωτιέμαι, “τι θα υπάρχει εκεί πέρα; Εχω περιέργεια να δω…“
Και έτσι έγινε να πάω ταξίδι στους Οθωνούς.
Ηταν μία μέρα λίγο πριν το Πάσχα, και κόσμος πολύς είχε μαζευτεί στη πρόβλητα της Παλαιοκαστρίτσας.
Το καϊκι μας, ο Πήγασος, δεν έλεγε να χωράει τόσους ανθρώπους, τόσα πράγματα.
Μα τελικά μπήκαμε όλοι και όλα. Μας αποχαιρέτησε ο λιμενάρχης και φύγαμε προς τα Διαπόντια Νησιά.
Πάλευε το καϊκι με τόσο φορτείο στο κύμα της αγριεμένης θάλασσας. Λιγοστέψανε οι κουβέντες με τις προσπάθιες για αυτοκυριαρχεία- δύσκολο πράμμα, αφού σπρωχνόμασταν εκεί μέσα σαν σαρδέλλες…
Μου θύμησε τη πρώτη σκηνή της ταινίας του “Αλέχη Ζωρμπά“, και εμένα μου έλειπε ένα λιμόνι να μην αρρωστήσω…
Είχα ξεκινήσει από την Κέρκυρα χωρίς να ξέρω που θα μείνω στους Οθωνούς- “Θα βρεθεί“, είπα μέσα μου, “το πολύ- πολύ να κάτσω σε κανένα καφενείο περιμένοντας φρόνιμα τα γεγονότα“…
Δεν ήταν ανάγκη: κάθως ο Πήγασος φορτώθηκε, συστηθήκαμε με την οικογένεια του Χρίστου, πρωϊν πρόεδρου, και μου είπαν ν’έρθω μαζί τους, αφού δίπλα στο σπίτι τους στην Αμμο Οθωνών είχαν ελέφθερα δωμάτια.
Και μ’αυτήν την συμφωνεία, φτάνοντας με το καλό στους Οθονούς- όχι στο λιμανάκι της Αμμο λόγο της φουρτούνας πάρα σε διπλανό μέρος- μας περίμενε ένας φίλος με τ’αγροτικό του: „εμπρός γρίγορα!“ όλοι, πακέτο με παιδιά, ψωμιά, αρνιά σφαχτά, κηπαρικά, ντουφέκια μπόλικα- μέσα τα πάντα και οι πάντες όρθοιοι, και φύγαμε.
Ευτυχώς δεν ήταν μακριά: να την Αμμος με τη παραλεία της και με το σπίτι του Χρίστου και της Χαρούλας δίπλα, πίσω από το σχολείο- άλλο που δεν ονειρευόμουνα!
Στο άψε- σβήσε η Χαρούλα ετοίμασε τα πάντα.
Είχε μείνει το σπίτι αδέσποτο για επτά μήνες, λείπανε στη χώρα Κέρκυρας για την εκπαίδευση του γιού τους, του Κωνσταντίνου.
Τώρα μόλις έγινε η μεγάλη φασίνα, μπήκα με ευχαρίστηση: χώρος νοικοκυρεμμένος, φτιαγμένος με μεράκι από μάρμαρα διάφορα, και με μια βεράντα με τα χελιδόνια ν’αρχίσουν να φτιάξουν τις φωλιές.
Ησυχεία, θάλασσα, ένα απαλό αεράκι, και καλή παρεα…
Έφυγε το άγχος της πόλης, του ταξιδίου,των πάντων: με πόρτες και παράθυρα ανοιχτά κοιμόμουνα σαν το πουλάκι, χωρίς φόβο, με το νανούρισμα του κύματος.
Στην Ελλάδα πάντα μ’αρέσει να γνωριστώ μ’ένα τοπείο στα καλντερίμια του, στα μονοπάτια που φτιάχτηκαν παλαιά με σοφία και γνώσεις για τα ποδάρια των ζώων και του ανθρώπου, όχι για τροχούς.
Δεν χάνεσαι οτάν τα περπατάς: πάντα σε βγάζουν σε καλό μέρος, αφού ακολουθούν τη τοποθεσία.
Σ’αφήνουν να χαρείς, να νοιώθεις την οδοιπορία σαν εχέλιξη, πάρα να πας με σκοπό μόνο να φτάσεις.
Τα μονοπάτια- όπως η ίδια η ζωή- κάνουν περίεργες στρωφές. Ποτέ δεν πάνε εφθίαν.
Πρέπει να προσέξεις αυτά που βρίσκουνται κάτω απ’τα ποδιά σου μη σκοντάφτεις, και ταυτόχρονα να κοιτάς μακριά, μην χάνεις τη στράτα σου.
Πολλά σου λένε τα καλντερίμια τα παλαιά, και χαϊδέυουν τα πόδιά σου, αφού είναι στρωμμένα με πέτρα, με χώμα, με πεσμένα φύλλα και με βότσαλα…δεν σε κουράζουν με μονοτονία όπως μία άσφαλτος.
Σ’ασπάζουνται στο περπάτιμα με γλύκα, προσφέροντας ένα μίγμα κόπου και απόλαυσης, συνκέντρωσης και χαζέμματος…
“Ναι, μου είπε ο Χρίστος, έχει εδώ καλντερίμια πολλά- θα τα βρεις μόνη σου.“
`Οντος βρήκα, και χαρόμουνα καθεμερινώς οτί πολλά ήταν ακόμα ανοιχτά, προσεγμένα, το χορτάρι και τα κλαδιά τους κουρεμμένα, να περάσει κανείς άνετα.
Φαντάζομαι οτί αυτά είναι έργα των κυνιγών- πάει να πει: το κάθε δυσάρεστο έχει και τη πλευρά του την καλή!
Και έτσι γύρισα στο νησί, αφήνοντς τα σοφά μονοπάτια να με πάρουν όπου νά’νε.
Με το φως του δειλινού κατέβαινα απ’το βουνό και καθόμουνα στο μπάγκο μου στη παραλία. Μάζευα μία χούφτα χαμομύλι στο λιβάδι μπρστά στο σπίτι για τζαϊ του βουνού, να το πιούμε παρέα με τη Χαρούλα και τον Χρίστο, κουβεντιάζοντας από κάτω απ’τη φωλιά των χελιδόνων, εννώ ο Κωνσταντίνος έπαιζε μπάλλα με τους φίλους του.
Είχα μία εβδομάδα Απριλίου για τις περιπλανήσεις μου στους Οθωνούς.
Ανέβηκα ψιλά για να δω τις ανατολικές παραλίες, κάτω απ’τον Φάρο, και το Φίκι, όπου βρήκα τη μικρή πρόβλητα που την έφτιαξε πριν από καιρό ο Χρίστος. Αυτή η πρόβλητα μία φορά έσωσε την ζωή ένως άρρωστου χωριανού: στην κρίση μπορούσσαν να τον πάρουν από εκεί με βάρκα στην πόλη να γιατρεφτεί.
Μου άρεσε να ψάξω όσα είχε φέρει στο γιαλό το κύμα,
ν’ακούσω το πλατάγιασμα, τον τρυφερό έρωτα της θάλασσας με τα βότσαλα.
Λίγα ζώα υπάρχουν στους Οθωνους, χαιρετηθήκαμε φιλικά οτάν συναντιόμασταν.
Θέα προς το Φάρο, στην Ερίκουσσα και την Κέρκυρα.
Καθρεφτισμένη στο φως του δειλινού: μία βάρκα ονειροπόλα…
Με την αγριεμένη θάλασσα που είχε τις πρώτες μέρες στο νησί, δεν είχαν μπορέσσει οι ψαράδες να δουλέψουν, όμως μόλις μπήκε η γαλίνη…:
“Να φάμε κανένα ψάρι“, με κάλεσε ο Χρίστος.
Να τα φρέσκα νόστιμα ψάριά μας- τα ψήσαμε στα κάρβουνα σε μία γωνία του κήπου. Έγινε γεωρτή μεγάλη, με την επιθυμία του Χρίστου (που από επάγγελμα ήταν φούρναρης): “Να φάει ο κόσμος όλος!“
Γίνεται κήπος μπροστά στο σπίτι Κασίμη…Γειά στα χέρια σου, Χαρούλα μου: όσα πιάνουν ζουν και ομορφόνουνται. Δεν έχουν τελειωμό το κουράγιο σου,η υπομονή, το μεράκι και η αγάπη σου – σε χαρώ!
Το βραδάκι, μετά απ’το ποδόσφαιρο, μαζέυουνται τα λίγα παιδιά στην αυλή, και γίνεται, όπως κρυφάκουγα, συνεννώηση πρώτης.
Τραγουδά η Άνοιξη.
Στο κτήμα του “Σιγνόρε Ντζόρντζού“ στα Μαστοράτικα
Στους περιπάτους μου βρήκα αχνάρια ζωντανά από τα παλαιά τα χρόνια και του κόπου των ανθρώπων που τότε περάσαν από εδώ-
Το παράθυρο κλειστό, εγκαταλειμμένο το σπίτι, ξερό το κλαρί…
Στον ανεμόμυλο πάντα γυρίζουν οι γλάροι με χορό ατέλειωτο.
Κοντά στο Χωριό απλώνουνται τα χωράφια για καλιέργεια.
Άρχοντας ο Άγιος Γεώργος στο Χωριό: νοιώθεις σαν στη κορυφή του κόσμου απάνω σ’αυτά τα βράχια.
Κάπου εδώ μαγάρι να γίνει το όνειρο του Χρίστου: το „στρόγγυλο μανδρί“.
Το “πάνω σχολείο“ με το λεφκό σταυρό- λένε οτί πριν από πολλά χρόνια εκεί έγινε μαχή μεγάλη. Πολλές ψυχές χάθηκαν, και για τη μνήμη τους φτιάχτηκε αυτός ο σταυρός.
Το σχολείο- όμορφης αρχοντικής αρχιτεκτονικής- προς το παρόν κάθεται έριμο λόγου έλληψης παιδιών- η φαντασία μου ονειρέυεται εκεί μέσα έναν ξενώνα για οδοιπόρους..
Η Άγια Παρασκευή μου αρέσει ιδιαίτερα: πρσφέρει την αρμονία του “μέτρον άριστον“.
Αυτή ή εικόνα ψαρίου βρίσκεται ζωγραφισμένη σ’ένα παλαιό κάμπερ στο λμάνι.
Στο καφενείο/πάντοπωλείο της Αμμο εμφανίζεται αυτός ο Διογένης: με το φανάρι στο χέρι ξεκινάει να βρει ανθρώπους…
Βρήκα και του λόγου μου: π.χ. την οικογένια Κατέχη στη Δάφνη, και, σαν μία ήχω περασμένων χρόνων, μία φωτογραφία παλαιά απ’το σπίτι της Μαριγούλας Κασίμη στα Μαστοράτικα.
Να οι γειτόνοι στο καφενείο και στο σπίτι του Χρίστου και της Χαρούλας.
Η Άμμος των Οθωνών στο φως του βραδακίου .
Θέα από πάνω από τη Δάφνη
Ο Κάβος κάτω από το Χωριό, από το Ηλιοβασίλεμμα
Η Δάφνη
“Νίκοοοοο“, φωνάζει η Άννα του άντρα της, καί μ’οδιγεί στο σπίτι τους ανάμεσα σε λουλούδια διάφορα και πεντόμορφους λεφκούς κρίνους. Μου συσταίνει και τον γαϊδαρο που τον φιλοξενούν, ψίνει καφέ και φέρνει νόστιμο γλυκό…περνάμε ωραία και τα λέμε.
Όπως πολύς κόσμος, και αυτή η οικογένεια Κατέχη είχε φύγει από το νησί στην Αμερική για δεκαετίες πολλές. Γύρισαν στους Οθωνούς, και ευτυχώς μπορούν να χαρούν όσα προσφέρει η πατρίδα τους.
Άλλοι δεν έμειναν τόσο τυχεροί: μκήκαν αρρώστιες και χωρισμοί, και η ζωή σ’ένα σχετικά μικρό νησί δεν είναι έυκολη: καθεμερινώς παρουσιάζουνται προβλήματα που γίνουνται σοβαρά να τα αντιμετοποίσεις χωρίς ανθρώπους δικούς σου, χωρίς μέσον συνκοινονείας-
Λείπουν επίσης νέοι και παιδιά: αδείασε το σχολείο. Για εκπαίδευση αναγκαστικά φέυγεις από τους Οθωνούς τουλάχιστον στην Κέρκυρα.
Άσε που σε πολλά από τα σημερινά παιδιά τους λείπουν – εκτός από τα μέσα- το κουράγιο, η υπομονή, το μεράκι και η φαντασία για να φτιάξουν με ευχαρίστηση την ζωή τους μακριά από σύνχρονες ανέσεις.
Μία πρόθεση για πρόοδο χεκίνησε: μόλις φτιάχνεται το καινούργιο κεντρικό λιμάνι. Ας ελπίζουμε οτί θα βοϊθήσει ελεικρινά στο νησί.
Και έτσι ο επισκέπτης σαν και εμένα χαίρεται με την ομορφιά της μοναξιάς, με την απόλυτη ησυχία, με τη φύση, με το φως και την άπλα- ο επισκέπτης φέυγει πάλι- οι ντόποιοι όμως μένουν εδώ με τα δύσκολα.
Ακόμα υπάρχουν αντίλαλοι των περασμένων- τους ακούω με χαρά και με σεβασμό. Αλλά: ποιος θα συνηθήσει το ζωντανό, το αυθεντικό ταγούδι;
Αφιερώνω αυτές τις φωτογραφίες και τις σκέψεις μου στη Χαρούλα, στο Χρίστο, στο Κωνσταντίνο, και σε όσους συναντιθήκαμε και γίναμε φίλοι, έστω για έναν καφέ, για μία ουσιαστική κουβέντα: σπουδαίο δώρο για μένα!
Γενικά μου έπεφταν δώρα μπόλικα: το μέλι του Χρίστου, το ταψινόψωμο της Ευθυμίας απ’ το Χωριό, άγιο ελαιόλαδο του σπιτιού της Άννας από Δάφνη, μία κρύα μπίρα που μου την πρόσφερε ένας Αλβανός απ’το ψυγείο του οτάν, δειψασμένη, του γύρευα νεράκι…, μέχρι τη μάλλινη κουβέρτα της μάνας της Χαρούλας, φτιαγμένη στο εργαλειό με παραδωσιακό σχέδιο (ακόμα την χαίρομαι καθεμερινώς στο κρεβάτι του σπιτιού μου στη Κληματιά!)
Ξεχειλίζει η καρδιά μου, και σας λέω ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ !
Άννα Μπάρρυ, μαϊου 2008